Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Μικρή Ιστορία του Καπιταλισμού

Ή αλλιώς, από τον Σμιθ στο κραχ, από το κραχ στον Κέινς, από τον Κέινς στον Φρίντμαν και από τον Φρίντμαν… ξανά στο κραχ

Τα παρόν δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νέα Κρήτη τις 27/11/11


Πολλά λέγονται και γράφονται περί της "κρίσεως χρέους" που γονατίζει αυτή τη στιγμή την παγκόσμια οικονομία και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μια νέα σκληρή ύφεση. Πολλά γράφονται αλλά ελάχιστα λέγονται - η ουσία χάνεται κάτω από έναν ορυμαγδό ανοησίας, πλαστών διλημμάτων, κατασκευασμένων στατιστικών, χυδαίων ψευδών και του "λευκού θορύβου" που παράγουν οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι του δημοσιογραφικού και ακαδημαϊκού κατεστημένου.
Το "κατεστημένο" θέλει ως "φταίχτη" τον κρατικιστικό καπιταλισμό και τα "σπάταλα κράτη", όμως ακούγεται συχνά - από τους... αντισυστημικούς - η λέξη "νεοφιλελευθερισμός" ως ο υπεύθυνος για αυτήν την κατάσταση. Και στις δύο περιπτώσεις, η πραγματική (και όχι... συσκοτιστική) πληροφόρηση για το "περί τίνος πρόκειται" είναι αναιμική. Ακόμη αναιμικότερη είναι η πληροφόρηση περί της κατάστασης που αντικατέστησε (ή αντικαθιστά, στην περίπτωση της Ελλάδας) ο νεοφιλελευθερισμός: του κρατικιστικού καπιταλισμού, που ήταν το πρακτικό αποτέλεσμα της εφαρμογής της οικονομικής σχολής που ονομάζεται "κεϊνσιανισμός".
Ας κάνουμε λοιπόν μία... ιστορικο-οικονομική αναδρομή και ας δούμε από πού ξεκινήσαμε και πώς φτάσαμε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Ξεκαθαρίζοντας εξαρχής ότι η Ελλάδα είναι μια πολύ ιδιάζουσα περίπτωση, όχι ιδιαίτερα τυπική του κρατικιστικού καπιταλισμού, καθώς εδώ εφαρμοζόταν ένας... παπανδρεϊκός κεϊνσιανισμός, με ιδιαιτερότητες, στρεβλώσεις και μια... οθωμανική αίσθηση "μπαταξιλικιού" και αντιμετώπισης του κράτους από τους πολίτες του. Οπότε αυτά που αναφέρω στη συνέχεια αφορούν κυρίως στη Δύση και λιγότερο στην Ελλάδα. Ως προς το "χθες", διότι ως προς το σήμερα και το αύριο μάς αφορούν... 100%.

Εν αρχή...

Εν αρχή ην... ο "φιλελεύθερος" καπιταλισμός. Η εκδοχή του lessaiz faire, του Άνταμ Σμιθ - του "πατέρα" της οικονομικής επιστήμης, ο οποίος ωστόσο στον "πλούτο των εθνών" του απλώς θεωρητικοποίησε την υπάρχουσα κατάσταση: οι επιχειρηματίες ήταν παντελώς ελεύθεροι να διαμορφώνουν τους όρους της δουλειάς τους. Δεν υπήρχε εργατική νομοθεσία, η έκφραση "ασφάλεια στο χώρο εργασίας" ήταν ανέκδοτο, οι θάνατοι "πάνω στο καθήκον" καθημερινοί, παιδιά δούλευαν σε ορυχεία από επτά-οκτώ χρονών για ένα καρβέλι ψωμί και μια γαβάθα σούπα, οι αμοιβές καθοριζόταν μονομερώς από τον εργοδότη, ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό των χωρών (διότι στο διεθνή ανταγωνισμό υπήρχε έντονος προστατευτισμός, με δασμούς που διαφύλατταν... τις οικονομικές Θερμοπύλες κάθε χώρας) ήταν αδυσώπητος και "μέχρι τελικής πτώσεως".
Όμως ο φιλελεύθερος καπιταλισμός αντιμετώπιζε τεράστιες δομικές αδυναμίες, που εκφραζόταν με τακτικές κρίσεις. Η συχνότητα ήταν περίπου μία σοβαρή κρίση ανά δέκα-δώδεκα χρόνια. Επρόκειτο για τις λεγόμενες "κυκλικές" κρίσεις, δηλαδή το "χαμηλό σημείο" σε τακτά επαναλαμβανόμενους κύκλους ανάπτυξης-ύφεσης. Και όλη αυτή η σειρά κρίσεων, κατέληξε στο κραχ του χρηματιστηρίου της Γουόλ Στριτ. Αυτή η τρομακτική κρίση, που απείλησε την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κατέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τις δομικές αδυναμίες του συστήματος και κυρίως τη δυσαρμονία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης: Ο εκσυγχρονιζόμενος καπιταλισμός παρήγαγε όλο και περισσότερα αγαθά, όλο και καλύτερα, όλο και ταχύτερα, όλο και φθηνότερα, όμως... δεν υπήρχε κανείς για να τα αγοράσει! Οι μισθοί ήταν κυριολεκτικά πενταροδεκάρες, ο καταναλωτής δεν είχε χρήματα ούτε για τα απολύτως στοιχειώδη για την επιβίωση (όπως οριζόταν τότε, όχι όπως ορίζονται σήμερα - δηλαδή, ένα καρβέλι ψωμί και ένα πιάτο σούπα και... τέλος - και τα αγαθά στοκάρονταν και καταστρέφονταν.
Αυτή η δυσαρμονία οδήγησε στην πλήρη στρέβλωση της αγοράς και στη δημιουργία ενός εύθραυστου οικοδομήματος, στο οποίο κυριαρχούσαν λίγα καρτέλ και ολιγοπώλια, τα οποία αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεών τους λειτουργούσαν με καθαρά ωφελιμιστικά κριτήρια, μη επιτρέποντας - λόγω πολιτικής τιμών - την πρόσβαση των λαϊκών μαζών στα περισσότερα αγαθά και προκαλώντας κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα δισεπίλυτα. Και αφορμής δοθείσης, όταν κάποιες τράπεζες και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ το παράκαναν με τα επιτόκια, ο χάρτινος πύργος του "φιλελεύθερου" καπιταλισμού κατέρρευσε με πάταγο.
Δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν, δημιουργήθηκαν ατέλειωτες ορδές ανέργων, που κυριολεκτικά πέθαιναν από την πείνα σε μια "κοινωνία αφθονίας" όπως διαφημιζόταν ο καπιταλισμός του μεσοπολέμου - τα απόνερα του κραχ του χρηματιστηρίου της Γουόλ Στριτ κατέστησαν ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία "Κρανίου τόπο" μέσα σε μια διετία.
Και μέσα σε αυτό το κλίμα, τα εργατικά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κινήματα ανέβαιναν σε όλο τον κόσμο - μαζί με τα φασιστικά και τα ναζιστικά, την ακραία αντίδραση της μεγαλοαστικής τάξης στην άνοδο της Αριστεράς.

Κεϊνσιανισμός

Κάπου εκεί εμφανίστηκε ένας άνθρωπος, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, που έσωσε την παρτίδα για τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Και του επέτρεψε πέντε δεκαετίες κοινωνικής ειρήνης, ανάπτυξης και (σχετικά) συνολικής ευημερίας. Ο Βρετανός Κέινς, που εκπόνησε την οικονομική θεωρία που πήρε το όνομά του (κεϊνσιανισμός), υποστήριξε την τροφοδότηση της κατανάλωσης μέσω της κρατικής παρέμβασης. Ήταν μια ρηξικέλευθη για την εποχή του ιδέα. Μέχρι τότε, το κράτος υπηρετούσε ανοιχτά και δίχως την παραμικρή αιδώ το κοινωνικό status quo, δηλαδή την άρχουσα τάξη, φροντίζοντας με κάθε τρόπο να μεγαλουργούν οι επιχειρηματίες και να "παράγουν πλούτο".
Πλούτο, όμως, που καρπωνόταν μόνο οι επιχειρηματίες, αφού δεν υπήρχε μηχανισμός αναδιανομής του, οι αμοιβές ήταν ένα απειροελάχιστο κλάσμα της πραγματικής παραγωγής του εργαζόμενου, οι φόροι ήταν αστείοι (και κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούνταν σε εξοπλισμούς και πολεμικές δαπάνες, που με τη σειρά τους χρησιμοποιούνταν για να υπερασπίζονται τα "οικονομικά συμφέροντα" της χώρας, δηλαδή τα συμφέροντα των ίδιων επιχειρηματιών) και οποιαδήποτε "κοινωνική πρόνοια" θεωρούνταν "κομμουνιστική" και "του διαβόλου", όπως και η παροχή οποιουδήποτε αγαθού από το κράτος.
Στο πυρήνα της θεωρίας του Κέινς, όπως την ανέπτυξε στο σύνολο του έργου του και την κατέστησε απόλυτα σαφή στο περίφημο "Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος" (1936) ήταν η αποφυγή των "κυκλικών" κρίσεων του φιλελεύθερου καπιταλισμού, οι οποίες κινδύνευαν να σαρώσουν με τη σφοδρότητά τους το σύστημα.
Ορθά, ο Κέινς διείδε ότι το πρόβλημα δε βρισκόταν στην παραγωγή (δηλαδή, την προσφορά), αλλά στη ζήτηση. Λ.χ. στο επίπεδο των αγαθών, τα προϊόντα που παράγονταν δεν έβρισκαν αποδέκτες διότι, πλην των κεφαλαιοκρατών και λίγων "προνομιούχων" επαγγελματιών και μιας απειροελάχιστης μειοψηφίας μισθωτών "πολυτελείας", ουδείς είχε χρήματα για να τα αγοράσει. Αλλά η θεωρία του Κέινς επικεντρωνόταν κυρίως σε μακροοικονομικά μεγέθη, εισάγοντας τον όρο της ολικής ζήτησης, που αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο για τη δημιουργία της νέας οικονομικής πραγματικότητας.
Ο Κέινς, με τον τρόπο αυτό, δημιούργησε τον κρατικιστικό καπιταλισμό - αυτόν που οι ανιστόρητοι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού σήμερα αποκαλούν "σοβιετικό" ή "σοσιαλιστικό" ή με όποιο άλλο ανόητο επίθετο τους επιτρέπει η πλήρης αμάθειά τους - και ένα οικονομικό μοντέλο που "ανεχόταν" ορισμένα στοιχεία που για τους μεγαλοκαπιταλιστές μέχρι τότε ήταν "τζιζ", όπως λ.χ. τον υψηλό πληθωρισμό.
Επίσης, χρησιμοποιούσε τις κοινωνικές πολιτικές ως μέσο αναδιανομής του πλούτου και αντιμετώπιζε, για πρώτη φορά, την αγορά με ορθολογικό τρόπο: ως έναν πολύπλοκο και εξαιρετικά ασταθή μηχανισμό, που δεν είναι δυνατό να αυτορυθμιστεί και απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και ρύθμιση. Για πρώτη φορά η οικονομική επιστήμη απέκτησε το δικαίωμα να χαρακτηρίζεται "επιστήμη". Μέχρι τότε, η κυρίαρχη μεταξύ των οικονομολόγων πίστη στο "αόρατο χέρι" που "φρόντιζε για τα πάντα" στην αγορά είχε κρατήσει την οικονομική επιστήμη στο χώρο της... μεταφυσικής: το "αόρατο χέρι" δεν ήταν παρά μια αναλογία του "θείου" στο χώρο της οικονομίας. Μια δεισιδαιμονία, μια φενάκη. Όμως ο Κέινς έφερε την επιστημοσύνη εκεί που υπήρχε αμάθεια και πίστη στο μεταφυσικό.
Μέχρι τη δεκαετία του ’70, ουδείς είχε κατηγορήσει τον Κέινς ως σοσιαλιστή - και όποιος το τολμούσε θα χαρακτηριζόταν τουλάχιστον "αστείος", αν όχι κάτι χειρότερο. Στο κάτω-κάτω, ήταν ο άνθρωπος που με τις θεωρίες του (και την εφαρμογή αυτών)... έσωσε τον καπιταλισμό από τους σοσιαλιστές! Όμως στην Ευρώπη σήμερα, ανερυθρίαστα, ο κάθε αμαθής χαρακτηρίζει τον κρατικιστικό καπιταλισμό "σοσιαλιστικό", επιδεικνύοντας την ανοησία και τη ρηχότητά του. Μέσω των πολιτικών του Κέινς, το κράτος ανέλαβε να εισπράξει φόρους από τους έχοντες, να δημιουργήσει δημόσια έργα, προσέλαβε κόσμο, έδωσε έργα στους εργολάβους, δημιούργησε κίνητρα για νέες θέσεις εργασίας, διαμοίρασε την πίτα μεταξύ των επιχειρήσεων, εξασφαλίζοντας σίγουρα κέρδη που με τη σειρά τους εξασφάλιζαν καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, ανέλαβε τον έλεγχο των οικονομικών, άσκησε έλεγχο στις τράπεζες, δημιούργησε κεντρικές τράπεζες υπό άμεσο κρατικό έλεγχο και κρατικοποίησε πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, απέκτησε νέα εργαλεία για την άσκηση οικονομικής πολιτικής και εντέλει προκάλεσε ένα "οικονομικό θαύμα", μια σταθερά ανοδική ανάπτυξη που κράτησε πάνω από τέσσερις δεκαετίες και που μείωσε σε πρωτοφανή επίπεδα την "ψαλίδα" μεταξύ των πλουσίων και της μέσης τάξης.
Επίσης, πολιτικές που μέχρι τότε (προ Κέινς) θεωρούνταν "σοσιαλιστικές" και δεν τις πλησίαζαν ούτε από μακριά οι αστικές "δημοκρατίες", όπως η δωρεάν παιδεία, η δωρεάν υγεία, τα μέτρα υπέρ απόρων και κοινωνικά ασθενών, τα επιδόματα ανεργίας και τόσα άλλα, απενοχοποιήθηκαν και εφαρμόστηκαν ως εργαλείο διανομής του πλούτου, ενίσχυσης της κατανάλωσης και άρα οικονομικής ανάπτυξης.

Γιατί εφαρμόστηκε

Ο Κεϊνσιανισμός εφαρμόστηκε για δύο λόγους. Τον πρώτο τον εξηγήσαμε: Το καπιταλιστικό σύστημα όπως είχε δομηθεί πάνω στο συνδυασμό πλήρους ασυδοσίας στον τομέα του ανταγωνισμού και της αγοράς εργασίας και όλων των άλλων "εσωτερικών" ζητημάτων και σε ένα σκληρό κρατικοχρηματοδοτούμενο προστατευτισμό υπέρ των "ημέτερων" επιχειρήσεων κάθε χώρας πλέον δε λειτουργούσε και ήταν θνησιγενές. Ο δεύτερος λόγος είναι "εξωτερικός": Η ύπαρξη των κομμουνιστικών καθεστώτων (ανεξαρτήτως του πώς εκφυλίστηκαν αυτά στη συνέχεια, μιλάμε για το μεσοπόλεμο), στα οποία ο εργαζόμενος ήταν η κυρίαρχη τάξη και όχι ένας κακοπληρωμένος μισθωτός σκλάβος δίχως το παραμικρό δικαίωμα (όπως ήταν στις αστικές δημοκρατίες), λειτούργησε ως ένας "μπαμπούλας". Οι εργαζόμενοι είχαν πλέον κάπου να προσβλέπουν, κάπου να ελπίζουν ότι θα σταματήσει η αφόρητη σε βάρος τους αδικία.
Τα λαϊκά κινήματα και οι επαναστάσεις του μεσοπολέμου έδειχναν ξεκάθαρα ότι η αστική δημοκρατία ζούσε σε δανεικό χρόνο, εφόσον δεν παραχωρούσε μερίδιο από τον πλούτο και την εξουσία στις "εργαζόμενες τάξεις".
Η λύση που υιοθετήθηκε ήταν ο "εξανθρωπισμός" του καπιταλισμού, ο οποίος βασίστηκε στο θεωρητικό οικοδόμημα του Κέινς (που επέβλεψε και την πρακτική εφαρμογή του στις ΗΠΑ, ως σύμβουλος του προέδρου Ρούζβελτ) και σε "σοσιαλιστικά" στοιχεία που ο κρατικιστικός καπιταλισμός "ανέχτηκε" και "χρησιμοποίησε".
Βεβαίως δεν ήταν ιδανικό σύστημα, αλλά λειτουργούσε. Και μάλιστα αρκετά καλά, αν και παρουσιάστηκαν προβλήματα.
Σε διεθνές επίπεδο, υπερ-κρατικό, ο κεϊνσιανισμός λειτουργούσε σε συνδυασμό με τη "νομισματική συμφωνία" του Μπρέτον Γουντς: Βάσει αυτής, όχι μόνο δημιουργήθηκαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά είχαν αποδεσμευτεί και επίσημα όλα τα νομίσματα του κόσμου εκτός από το δολάριο από το χρυσό και συνακόλουθα όλα τα νομίσματα ετεροκαθορίζονταν βάσει του δολαρίου και της δικής του ισοτιμίας. Αυτό το σύστημα - που δεν ήταν αυτό που είχε προτείνει ο Κέινς, ο οποίος είχε ζητήσει στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς ένα "παγκόσμιο νόμισμα" που δε θα ήταν το δολάριο - κατέρρευσε το 1971, όταν οι ΗΠΑ αποδέσμευσαν το νόμισμά τους από το χρυσό κανόνα, προλειαίνοντας το έδαφος για τις αλλεπάλληλες (υποβολιμαίες) κρίσεις της δεκαετίας του 1970, που οδήγησαν τον κεϊνσιανισμό αρχικά στην ανοιχτή αμφισβήτηση και στη συνέχεια... στον κάλαθο των αχρήστων. Ο κεϊνσιανισμός ήταν μια οικονομική θεωρία, ωστόσο ο εμπνευστής του είχε ένα συνολικότερο όραμα για το οικονομικό και όχι μόνο μέλλον του πλανήτη, που περιλάμβανε άμεσα ένα παγκόσμια νόμισμα και έναν μηχανισμό αναδιανομής των πλεονασμάτων των πλεονασματικών χωρών προς τις ελλειμματικές: Ναι, ο Τζ. Μ. Κέινς το 1944 είχε προτείνει αυτό που συζητείται σήμερα μεταξύ των νεωτεριστών οικονομολόγων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και προτείνεται από κορυφαίους παράγοντες ως η λύση στο παγκόσμιο οικονομικό πρόβλημα.
Σε δεύτερο επίπεδο, στο όραμα του Κέινς βρισκόταν μια "παγκόσμια κυβέρνηση" - ναι, ακριβώς αυτό που συζητείται (αλλά με πολύ διαφορετικούς όρους) και σήμερα... Να σημειώσουμε απλώς ότι ο μηχανισμός αναδιανομής πλεονασμάτων "κόλλησε" στο βέτο των ΗΠΑ, που κράτησαν για τον εαυτό τους το ρόλο αυτό. Πρώτα με το σχέδιο Μάρσαλ και στη συνέχεια (έως και σήμερα, αν και πολύ-πολύ περιορισμένα πλέον) με τα προγράμματα παροχής βοήθειας.

Νεοφιλελευθερισμός-μονεταρισμός

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 εμφανίστηκε ο Μίλτον Φρίτνμαν, εκφράζοντας τις κεφαλές του οικονομικού κατεστημένου που... δυσανασχετούσαν έντονα από την άνοδο των μέσων τάξεων και το... υπερβολικό (για τα δικά τους μέτρα) μοίρασμα της πίτας και νοσταλγούσαν τις εποχές του lessaiz faire - όταν οι πλούσιοι ήταν... πραγματικά απίστευτα πλούσιοι και οι πτωχοί ήταν... πάμπτωχοι - έφερε στο τραπέζι μια νέα θεωρία. Ήταν μια λιγότερο σκληροπυρηνική έκδοση της θεωρίας των νεοκλασικιστών ("αυστριακή σχολή"). Η τελευταία, που είχε διατυπωθεί λίγα χρόνια πριν, πρέσβευε την επιστροφή στο "φιλελεύθερο" καπιταλισμό του Άνταμ Σμιθ σε επίπεδο απόλυτης "καθαρότητας" (ει δυνατόν... δίχως καν κράτος!).
Ο Φρίντμαν και η "σχολή του Σικάγο", που αυτός ξεκίνησε, υποστήριξαν δια της θεωρίας τους ("μονεταρισμός") ότι ο ανταγωνισμός θα πρέπει να είναι παντελώς και εξ ολοκλήρου ελεύθερος και ότι η μόνη κρατική παρέμβαση σε μια σύγχρονη οικονομία θα πρέπει να περιορίζεται στη ρύθμιση της διαθεσιμότητας χρήματος και στη διαμόρφωση κάποιων γενικών κανόνων. Ακόμη και η ανάμειξη στο θέμα των επιτοκίων και της νομισματικής πολιτικής, που ήταν μια από τις κύριες συνιστώσες του κεϊνσιανού οικοδομήματος, μπήκε στο περιθώριο. Έτσι, για μία ακόμη φορά, η μεταφυσική έκανε τη θριαμβευτική της επανείσοδο στην οικονομική "επιστήμη" - βγήκε από το παράθυρο, ξαναμπήκε από την κεντρική είσοδο με παράτες και φανφάρες. Ξανά το "αόρατο χέρι", αυτό το απαύγασμα ανοησίας και αντιεπιστημονικής σκέψης, έγινε το θέσφατο των αγορών και του οικονομικού κατεστημένου.
Στην πραγματικότητα, το αόρατο χέρι δεν ήταν ούτε αόρατο, ούτε απροσδιόριστο: Είναι το χέρι των "ισχυρών" που διαμορφώνουν τους όρους του παιχνιδιού κατά το δοκούν.
Ο Φρίντμαν "μπρατσαρίστηκε" γερά από το οικονομικό κατεστημένο. Του αγόρασαν ένα Νόμπελ Οικονομίας, έκαναν μπάσιμο με χορηγίες και ίδρυση εδρών και πλούσια χρηματοδότηση σε όλα τα πανεπιστήμια που είχαν οικονομική σχολή ώστε να αρχίσει να διδάσκεται ο μονεταρισμός παντού και να περνά και στις μεσαίες τάξεις ως "το νέο μοντέλο ανάπτυξης", αγόρασαν κάμποσους οικονομολόγους για να διδάσκουν σε αυτές τις έδρες, αγόρασαν δημοσιογράφους για να τον προμοτάρουν δίχως κανενός είδους συστολή και αιδώ, αγόρασαν πολιτικούς, κόμματα ολόκληρα (στην αρχή, τους Ρεπουμπλικάνους στις ΗΠΑ και τους Τόρις στη Βρετανία, μόνο, μετά... πολύ περισσότερους), οργάνωσαν ένα πραξικόπημα για να ρίξουν τον Αλιέντε στη Χιλή και να καταστήσουν τη χώρα "θερμοκήπιο" των νέων πολιτικών του μονεταρισμού (μέσω της δικτατορίας του Πινοσέτ), έφτασαν ακόμη και να υποδαυλίσουν μια παγκόσμια οικονομική κρίση, για να πετύχουν να αρχίσει η εφαρμογή αυτών των πολιτικών που πρέσβευε ο Φρίντμαν.
Η πρακτική εφαρμογή τους πήρε δύο μάλλον... παραπλανητικά ονόματα. Reaganomics στις ΗΠΑ, Thatchernomics στη Βρετανία, από τα ονόματα του προέδρου-μαριονέτα Ρόναλντ Ρέιγκαν και της "σιδηράς" Μάργκαρετ Θάτσερ που τα εφάρμοσαν πρώτοι. Όπως το New Deal φέρει τη σφραγίδα του Φράνκλιν Ντιλέινο Ρούζβελτ, παρότι είναι "παιδί" του Κέινς, έτσι και οι πολιτικές του Φρίντμαν θα μείνουν στην ιστορία με τα ονόματα των πολιτικών-ενεργούμενων που ανέλαβαν να τις βάλουν σε πράξη. Τα αποτελέσματα, βραχυπρόθεσμα, ήταν εντυπωσιακά. Βοήθησε βεβαίως και ότι... εξέπνευσε η τεχνητή κρίση που υποδαύλισαν "οι αγορές" (με την ίσως αθέλητη "συνεργασία" του ΟΠΕΚ) και το ότι όντως, σε μια οικονομία που χρειαζόταν ένα "χέρι βοήθειας", οι "απελευθερωτικές" πολιτικές λειτούργησαν περίπου ως... καθαρτικό. Εξάλλου, με την απεμπλοκή τους από το στενό κρατικό έλεγχο και με το "λασκάρισμα" των εργασιακών πολιτικών και βεβαίως την άνεση στην κυκλοφορία των κεφαλαίων και των επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο (παγκοσμιοποίηση) οι εταιρείες άρχισαν να ισχυροποιούνται, να εφευρίσκουν νέες, αποδοτικότερες τεχνικές και ο ανταγωνισμός απέκτησε νόημα, αφού πλέον δεν υπήρχαν "μαξιλαράκια": Ο ισχυρός (ανεξαρτήτως μέσων - και το λ.χ. μιζάρισμα έκφραση ισχύος είναι) επιβιώνει και θεριεύει σε βάρος του λιγότερο ισχυρού.
Για να συμβούν όλα αυτά, έπρεπε να γίνει πρώτα κάτι άλλο: να εξαφανιστεί το "αντίπαλο δέος", χάρη στο οποίο το οικονομικό κατεστημένο της Δύσης είχε ασπαστεί τον κεϋνσιανισμό - δηλαδή, τα "σοσιαλιστικά" καθεστώτα. Όσο υπήρχε η ισχυρή ΕΣΣΔ, ήταν αδύνατο να προχωρήσει η Δύση στην απαλλοτρίωση των εργασιακών κεκτημένων λ.χ. - όμως μετά την "πτώση του τείχους", την οποία... πανηγύρισαν οι λαοί σε όλη την Ευρώπη (η ιστορική ειρωνεία σε όλο της το μεγαλείο), η διαδικασία ξεκίνησε. Ο νεοφιλελευθερισμός πλέον μπορούσε να αρχίσει να εφαρμόζεται σε όλη του την έκταση. Πρώτα όμως θα ζούσαμε την "άνοιξή" του.

Ανάπτυξη... turbo

Με αυτές τις προϋποθέσεις, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, άρχισε μια φρενίτιδα ανάπτυξης, που, παρότι δεν ήταν ανάλογη της ανόδου του βιοτικού επιπέδου των πολλών (αφού πλέον η αναδιανομή των κερδών άρχισε να στρέφεται αντί για προς "τα κάτω", τους φτωχότερους, προς "τα πάνω", τους πλουσιότερους), ήταν πολύ ταχύτερη από τις επιδόσεις του κεϊνσιανισμού την τελευταία δεκαετία "ζωής" του, αυτής του 1970. Και σιγά-σιγά, οι διδαχές του μονεταρισμού επιβλήθηκαν ως ιδεολογικός μονόδρομος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (όπως μετονομάστηκε στη δεκαετία του 1990 η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα - ειρωνικά, ακριβώς την περίοδο που το όραμα για "Ευρώπη των λαών" αντικαταστάθηκε από το όραμα της "Ευρώπης των τραπεζών και των επιχειρηματιών"), αφού ήδη είχαν επικρατήσει στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Άπω Ανατολή. Ακριβώς στις χώρες της Άπω Ανατολής, με την ανύπαρκτη δημοκρατική παράδοση, το αυτοκρατορικό παρελθόν, τους απίθανα προβατοποιημένους πληθυσμούς, τη φτώχια των κατώτερων τάξεων, την παράδοση υπακοής στην εξουσία και τον ιδιότυπο προστατευτισμό, βρήκε και την ιδανική εφαρμογή του.
Διότι αυτό ακριβώς απαιτούσε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Ημιεξαθλιωμένους πληθυσμούς που θα εργάζοταν ατέλειωτες ώρες για μεροκάματα πείνας, υπάκουες μάζες που δε θα αμφισβητούσαν το "δικαίωμα" των ολίγων να κερδοσκοπούν ασύστολα σε βάρος των πολλών. Και όταν μπήκε στο παιχνίδι η κατ' όνομα "κομμουνιστική" Κίνα, που αποφάσισε να μπολιάσει τον αυτοκρατορικό "σοσιαλισμό" της με μια γερή δόση νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας, άρχισαν... τα όργανα.
Το ζητούμενο για το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό ήταν ξανά η μετατροπή της αναπτυξιακής μηχανής, ώστε η ανάπτυξη να μη βασίζεται στην κατανάλωση (κάτι που προϋποθέτει αναδιανομή εισοδημάτων από τα πάνω προς τα κάτω) αλλά στην παραγωγή (κάτι που επιβάλλει το αντίστροφο). Δηλαδή, επάνοδο στα όσα συνέβαιναν - ακριβώς - πριν την κρίση του 1929! Και αυτό "βαφτίστηκε" εκσυγχρονισμός! Στην Κίνα λοιπόν, όπου δεν υπήρχαν πληθυσμοί με απαιτήσεις, όπου τα εισοδήματα ήταν πενιχρά και το επίπεδο διαβίωσης επιεικώς άθλιο, ο νεοφιλελευθερισμός βρήκε τον παράδεισό του: Στη Δύση οι απρόθυμες πολιτικές ηγεσίες έπρεπε να περικόψουν τα πάντα από τις λαϊκές μάζες και αυτό είναι μια διαδικασία μακρά και επίπονη. Αντίθετα, στην Κίνα το περιβάλλον ήταν έτοιμο.
Στο πλαίσιο αυτό, η Κίνα εκμεταλλεύτηκε όχι μόνο τη "φιλελευθεροποίηση" των αγορών, αλλά και μια άλλη διαδικασία που λάμβανε χώρα, μια διαδικασία που στις αρχές του 20ού αιώνα είχε ξεκινήσει (από τη Βρετανία) αλλά είχε διακοπεί απότομα από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια... δε βόλευε να ολοκληρωθεί, λόγω New Deal, νεοπροστατευτισμού και κρατικοκαπιταλισμού - και κυρίως λόγω της ύπαρξης του "ανατολικού μπλοκ": Η διαδικασία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και αγαθών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου. Ακούγεται ωραίο - έχει και τη λέξη "ελευθερία" μέσα, που το καθιστά πιο...πιασάρικο - αλλά δεν είναι. Είναι απλώς άλλος ένας τρόπος ώστε οι ήδη πλούσιοι να γίνονται ακόμη πλουσιότεροι, εκμεταλλευόμενοι τις διαφορές στο κόστος παραγωγής μεταξύ των διαφόρων χωρών, αλλά και τις διαφορές νομοθεσίας.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει έναν και μόνο έναν στόχο και οτιδήποτε άλλο λέγεται είναι εκ του πονηρού: Τη μεγιστοποίηση των κερδών για (πολύ) ολίγους. Τίποτε άλλο. Όλα τα υπόλοιπα είναι στην καλύτερη περίπτωση παρενέργειες και στη χειρότερη μηχανισμοί αποπροσανατολισμού.
Ο συνδυασμός νεοφιλελευθερισμού και παγκοσμιοποίησης είναι πανίσχυρος και έμοιαζε ακαταμάχητος: Τα εργατικά συνδικάτα, παντοδύναμα κάποτε, που υπαγόρευαν τους όρους τους στις εργοδοσίες, εξασφαλίζοντας αξιοπρεπείς συνθήκες απασχόλησης και αμοιβές για τους εργαζόμενους, πλέον παρακολουθούν αμήχανα τις επιχειρήσεις να... παίρνουν τα μπογαλάκια τους και να φεύγουν και να μετακομίζουν σε χώρες που είναι "παράδεισος" για αυτές. Διότι δεν έχουν περιορισμούς που να εμποδίζουν τις επιχειρήσεις να πληρώνουν όσα θέλουν τους εργαζομένους τους σε ωράρια απάνθρωπα, να τους έχουν να δουλεύουν σε συνθήκες εφιαλτικές, φορολογούν ελάχιστα ή και καθόλου τις επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στο έδαφός τους, δίνουν "γη και ύδωρ" αρκεί να προσελκύσουν κάποια επένδυση. Και στον τομέα αυτό, η Άπω Ανατολή υπήρξε πρωτοπόρα. Και εδώ η Κίνα, όταν μπήκε στο παιχνίδι, έκανε όλους τους άλλους "παίχτες" να μοιάζουν... ερασιτέχνες. Πολλές εκατοντάδες αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στην Άπω Ανατολή ή έστω σε χώρες του τέως υπαρκτού σοσιαλισμού (που μετά την κατάρρευση του τείχους και την πλήρη αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού που ακολούθησε έγιναν ο παράδεισος της πορνείας, της ανομίας και του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού για τους λίγους).
Εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στις χώρες της Δύσης χάθηκαν και έγιναν... θέσεις του ενός ευρώ την ημέρα στην Κίνα ή τη Μαλαισία ή την Ινδία ή 5-6 ευρώ την ημέρα στην ανατολική Ευρώπη ή την Τουρκία. Οι εργατικές νομοθεσίες της Δύσης έγιναν συνεπεία αυτού "ελαστικότερες" και άρχισε να δοξάζεται η "ευέλικτη" εργασία και να επιβάλλονται "παγώματα" μισθών για μεγάλες περιόδους, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας να τίθενται στο περιθώριο και αντίθετα να επιβάλλονται ατομικές (όπου ο εργοδότης έχει το πάνω χέρι και επιβάλλει όποιους όρους επιθυμεί στους εργαζόμενους) και να αυξάνονται τα όρια συνταξιοδότησης, ώστε να εργαζόμαστε περισσότερο, για περισσότερα χρόνια και με πολύ μικρότερη αμοιβή.
Ωστόσο, η πλήρης επαναφορά στο lessaiz faire που ονειρεύονταν οι θιασώτες του μονεταρισμού δεν ήταν δυνατή. Όπου επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο υπήρξε ραγδαία άνοδος της ανεργίας, δραματική πτώση των αμοιβών, κοινωνική αναστάτωση και απειλήθηκε πλήρης κατάρρευση. Μόνο εκεί όπου η εκκίνηση γινόταν από μηδενική βάση (λ.χ. Κίνα, Ινδία, Μαλαισία) στάθηκε δυνατή η πλήρης εφαρμογή του μοντέλου. Καθώς εκεί ξεκίνησαν από ένα τραγικά χαμηλό επίπεδο, υπήρξε (κάποια και για κάποιους) βελτίωση. Στη Δύση, πλήρης υιοθέτηση του μοντέλου θα σήμαινε επιστροφή στη φτώχια του μεσοπολέμου!

Το όνειρο που γίνεται εφιάλτης

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν γίνει ευαγγέλιο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και βάσει αυτών - σε συνδυασμό με τις νεοκλασικές, ακόμη πιο σκληρές και "φιλελεύθερες" πολιτικές, που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 1980 - χαράσσονται οι οικονομικές πολιτικές σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο στα τέλη της δεκαετίας του 1990 άρχισαν τα πρώτα... ρήγματα στο λαμπρό όνειρο της "αέναης ανάπτυξης turbo", στην οποία πλέον είχαν αρχίσει σοβαρά να πιστεύουν οι θιασώτες του οικονομικού αυτού μοντέλου. Το σκάσιμο της φούσκας του τομέα της "υψηλής τεχνολογίας", που είχε συμπεριφορά... αλόγου κούρσας καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ήταν το προμήνυμα ότι "κάτι δεν πάει καλά". Είχαν προηγηθεί δυο-τρεις καραμπινάτες "κρισούλες" που είχαν αναγκάσει τις νεοφιλελεύθερες "τίγρεις" της Ασίας να βάλουν λίγο (παρεμβατικό) νερό στο κρασί τους, όμως κατά τα φαινόμενα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ τα μηνύματα... δεν τα συνέλαβαν.
Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσουν στο πρώτο μισό της δεκαετίες του 2000 να σκάνε μία-μία οι φούσκες που είχαν τροφοδοτήσει την (απατηλή) ανάπτυξη του capitalism on steroids (ντοπαρισμένος καπιταλισμός), όπως είχαν χαρακτηρίσει το νέο οικονομικό μοντέλο οι αναλυτές του "Forbes" παλιότερα. Και όταν έσκασε και η φούσκα των ακινήτων... ήρθε η χαριστική βολή. Και προέκυψε και η Lehman Brothers και το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα εισήλθε στην κρίση του 2008, που ήταν η σοβαρότερη από το 1929 και το "μεγάλο κραχ". Και δεν ήταν η τελευταία. Είναι ξεκάθαρο ότι πλέον ο μονεταρισμός και οι συνδυασμοί του με τον κλασικισμό "έχουν φάει τα ψωμιά τους".
Οδήγησαν σε πλήρη ασυδοσία των "αγορών" (θα πούμε και τι είναι "οι αγορές"), οδήγησαν στην παντοδυναμία των τραπεζών, που κερδοσκόπησαν ασύστολα πάνω στο κοινωνικό σύνολο, οδήγησαν σε ανάπτυξη μιας σειράς από προϊόντα-φούσκες, με χαρακτηριστικότερο τα "δομημένα ομόλογα" και τα διάφορα προϊόντα-αέρα, που... χρησιμεύουν στο να αποκομίζουν υπερκέρδη οι "μεγάλοι παίχτες" δίχως κανένα αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία.
Στην Άπω Ανατολή συνέλαβαν τα μηνύματα το 2008 και... στα σοβαρά. «Τέλος ο τούρμπο καπιταλισμός», διεμήνυε ο κορυφαίος Κορεάτης οικονομολόγος. «Πρέπει να πάμε σε λογική ανάπτυξη πλέον και να ξεχάσουμε τη δεκαετία του ’90. Οι κερδοφορίες του 40 και του 50% ανήκουν στο παρελθόν. Να θυμηθούμε τις εποχές όπου ένα 10% ήταν ικανοποιητικό». Ταυτόχρονα, το εκρηκτικό μείγμα του τούρμπο καπιταλισμού με την παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει στις μεγαλύτερες στρεβλώσεις της ιστορίας την παγκόσμια οικονομία, αφού πλέον η Ευρωπαϊκή Ένωση παλεύει με νύχια και με δόντια να δημιουργήσει τη δική της... Κίνα (στη νότια και ανατολική Ευρώπη) για να ανταγωνιστεί την... κανονική Κίνα. Αυτό εννοεί η κυρία Μέρκελ όταν μιλά για το ότι «η Ευρώπη οφείλει να παραμείνει ανταγωνιστική», ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες ή τέλος πάντων το μεγαλύτερο μέρος τους θα πρέπει να γίνουν "Κινέζοι" ώστε οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες να συνεχίσουν να παράγουν υπερκέρδη, τα οποία όμως δε θα πηγαίνουν στην κατανάλωση - αφού δε θα έχει κανείς λεφτά να καταναλώσει - οπότε... πάμε ξανά στο σχήμα που οδήγησε στην κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας το 1929. Και αυτή τη φορά η κατάρρευση θα είναι ακόμη πιο παταγώδης, διότι τα θεμέλια του συστήματος είναι ακόμη πιο σαθρά.

Ποιες αγορές;

Οι "αγορές", δηλαδή καμιά 50ριά εταιρείες (τράπεζες, funds, χρηματοπιστωτικοί οίκοι, πανίσχυρες πολυεθνικές) και 2-2,5 χιλιάδες οικογένειες που έχουν συνδυαστικά περίπου το 10% του παγκόσμιου πλούτου, οπότε μπορούν να χειραγωγούν κατά το δοκούν τις χρηματαγορές και να ελέγχουν τα κέντρα εξουσίας, δε χαρακτηρίζονται από τη λογική τους. Η μόνη λογική που καταλαβαίνει η αγορά (και προμοτάρουν αυτοί που ελέγχονται απ' αυτήν - δηλαδή περίπου το σύνολο των κομμάτων εξουσίας στις χώρες της Δύσης) είναι το κέρδος και δη το άμεσο κέρδος και σε αυτό αποσκοπούν όλες οι κινήσεις τους.
Επίσης, οι αγορές βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ τους - τα κέντρα εξουσίας δεν είναι ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά πολύ περισσότερα και ο εσωτερικός ανταγωνισμός λυσσαλέος. Τέλος, οι αγορές λειτουργούν αποκλειστικά βάσει του "σήμερα" και του "αύριο" - οι μακροπρόθεσμες προοπτικές τους είναι σε ορίζοντα έτους ή διετίας, άντε τριετίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους οι αγορές βλέπουν με εξαιρετική δυσπιστία όποιον προσπαθεί να σταθεί εμπόδιο στην ανάπτυξή τους - δηλαδή στην προσπάθεια να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας - και τον σαμποτάρουν ανοιχτά και δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό. Για τους λόγους αυτούς έχει αποτύχει η προσπάθεια Ομπάμα στις ΗΠΑ. Ο Μπάρακ Ομπάμα βγήκε στην εξουσία υποσχόμενος μια... γερή δόση νεοκεϊνσιανισμού, ώστε να αρθούν τα αδιέξοδα στα οποία είχε οδηγήσει (και) την αμερικανική οικονομία ο νεοφιλελευθερισμός. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η αναμόρφωση του συστήματος υγείας, λ.χ., αλλά και η τοποθέτηση του νεοκεϊνσιανού Μπενάκε στην κεφαλή της κεντρικής τράπεζας (Fed), αντί του σκληρού μονεταριστή Άλαν Γκρίνσπαν. Βεβαίως, κατά τα φαινόμενα, ο νερόβραστος νεοκεϊνσιανισμός, ένας συγκερασμός αρχών της κεϊνσιανής σχολής με το μονεταρισμό και όχι ακριβώς μια εξέλιξη του παραδοσιακού κεϊνσιανισμού (διότι, αν ήταν τέτοια, δε θα γινόταν αποδεκτή από τις πανίσχυρες "αγορές"), δεν πρόκειται να επιτύχει την άρση των αδιεξόδων του νεοφιλελευθερισμού, ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί υπερβολικά πολλά από τα κύρια και βασικά στοιχεία του τελευταίου.
Το κυριότερο πρόβλημα σήμερα είναι η υπερσυγκέντρωση κεφαλαίων - και μάλιστα δίχως αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία - που δημιουργεί φούσκες που σκάνε με πάταγο, ο ανταγωνισμός με τις "φτηνές" χώρες, η ασύδοτη δράση των αγορών που έχουν απορρυθμίσει την παγκόσμια οικονομία σε βαθμό που μοιάζει μη αναστρέψιμος και βεβαίως, με τη συνεχή (αργή αλλά σταθερή στις δυτικές χώρες, ραγδαία και βίαιη στην Ελλάδα και άλλα PIGS) μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, το παλιό πρόβλημα της δυσαρμονίας μεταξύ παραγωγής και ζήτησης, η λύση του οποίου... μετατίθεται με την αύξηση των εξαγωγών, αλλά επανέρχεται ως τείχος όταν εμφανίζονται φαινόμενα κορεσμού. Και στη ρίζα όλων των προβλημάτων, είναι η απληστία. Η απληστία των "αγορών" και των τραπεζών και των μεγαλοεπιχειρηματιών που επιθυμούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα, δίνοντας όλο και λιγότερα στους εργαζόμενους. Αυτή η απληστία πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται η παγκόσμια οικονομία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την επόμενη κατάρρευση.

Εν κατακλείδι...

Ο τούρμπο καπιταλισμός έχει φάει τα ψωμιά του. Και αυτή τη στιγμή, για να διασωθεί, τρώει τις σάρκες εκείνων που τον τροφοδότησαν αυτά τα χρόνια - δηλαδή των εργαζομένων, του απλού κόσμου. Κάποιοι ψελλίζουν αμήχανα ότι το μόνο που μπορεί να σώσει την παγκόσμια οικονομία είναι ένα New, New Deal, ωστόσο οι φωνές τους χάνονται στον ορυμαγδό των πληρωμένων παλιάτσων του συστήματος, που κραυγάζουν για λιγότερο κράτος, για περισσότερη "ελευθερία", για αγορές "δίχως όρια", για αυτορυθμίσεις, αόρατα χέρια και διάφορες άλλες ανοησίες του αυτού επιπέδου. Οι οποίες μαθηματικά οδηγούν στην πλήρη κατάρρευση, από την οποία πλέον δύσκολα φαίνεται ότι θα γλιτώσουμε.
Το "ντόμινο" μάλλον αυτή τη φορά θα ξεκινήσει από τούτη την πλευρά του Ατλαντικού και όχι την άλλη. Η κρίση χρέους δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κατάσταση στην οποία έχει φέρει τα κράτη η αλλαγή του ρόλου τους, από κράτος όλων των πολιτών, σε "τροχονόμο" των μεγάλων συμφερόντων. Κάπου εδώ μπαίνει στην εικόνα και η σημερινή "κρίση χρέους": Η ελαχιστοποίηση των φόρων των επιχειρήσεων, ώστε να "παράξουν πλούτο" και η παροχή σε αυτές τεράστιων ποσών ως "κίνητρα" και - πάνω απ' όλα - η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των τραπεζών από τα δημόσια ταμεία είναι που έχει προκαλέσει την αύξηση των αναγκών δανεισμού - με ληστρικούς όρους από τις τράπεζες που ούτως ή άλλως έχουν επιβάλλει αυτήν την κατάσταση- με αποτέλεσμα να καλούνται πλέον όλα τα κράτη να περιορίσουν την κοινωνική τους πολιτική, να ξεπουλήσουν όλες τις υπηρεσίες που παρέχουν δωρεάν στους πολίτες τους, ώστε να μην έχουν ανάγκη από χρήματα και να λειτουργούν πλέον, ξανά, όπως τα κράτη στην προ-New Deal εποχή, ως υπηρέτες των μεγάλων συμφερόντων και μόνο.
Χρειάστηκε πολύς δρόμος για να ξαναγυρίσουμε στις απαρχές του καπιταλιστικού συστήματος. Θα χρειαστεί όμως πολύ λιγότερος δρόμος - και ακόμη λιγότερος χρόνος - για να πάμε στην οριστική κατάρρευσή του.


Παραρτήματα

ΑΝΤΑΜ ΣΜΙΘ
Το "αόρατο χέρι" και ο εκκεντρικός καθηγητής


Ο Άνταμ Σμιθ θεωρείται από κάποιους ως ο πατέρας της οικονομικής επιστήμης, αλλά αυτό ισχύει στο βαθμό λ.χ. που ο Ηρόδοτος είναι ο "πατέρας της Ιστορίας". Στην πραγματικότητα, ο "πατέρας" της οικονομικής επιστήμης είναι ο Κέινς - όπως της Ιστορίας είναι ο Θουκυδίδης - και ο Σμιθ (όπως ο Ηρόδοτος) στην καλύτερη περίπτωση είναι ο "παππούς".
Πάντως ο άνθρωπος δεν είναι απολύτως υπεύθυνος για την κακή φήμη που έχει αποκτήσει, ιδιαίτερα ως προς το "αόρατο χέρι" που του καταλογίζουν ως "εφεύρεση". Η έκφραση "αόρατο χέρι" αναφέρεται μία και μόνη φορά στο έργο του "Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του Πλούτου των Εθνών" και μάλιστα στην παρακάτω διατύπωση: Ο Σμιθ αναφέρεται στο ότι κάθε ένας, δια των προσπαθειών του ως οικονομική μονάδα, ανεβάζει το συνολικό εισόδημα της κοινωνίας «στο μέτρο των δυνατοτήτων του» ανεξαρτήτως της θελήσεώς του και γράφει χαρακτηριστικά: «...Και καθοδηγώντας τη βιομηχανία αυτή κατά τρόπο ώστε η παραγωγή της να έχει τη μεγαλύτερη αξία, αποσκοπεί μόνο στο δικό του κέρδος και σε αυτό, όπως και σε πολλά άλλα θέματα, καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι ώστε να επιτυγχάνει ένα στόχο που δεν ήταν μέρος των προθέσεών του».
Από τη φράση αυτή μέχρι τη θεοποίηση του "αόρατου χεριού" ως του απόλυτου ρυθμιστικού παράγοντα πίσω από τη λειτουργία της αγοράς υπάρχει πολύς δρόμος. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο Σμιθ εδώ εξέφραζε κατά κύριο λόγο ευσεβείς πόθους, παρά επιστημονική αλήθεια: Στην πραγματικότητα, ο Σμιθ στην καλύτερη περίπτωση ήταν φιλόσοφος, δίχως το παραμικρό μαθηματικό υπόβαθρο και δίχως την παραμικρή γνώση οικονομικής πρακτικής. Το έργο του είναι μία συρραφή από ευσεβείς πόθους, καθημερινή "σοφία", μασονικές διδαχές και κοινοτοπίες, οι οποίες έχουν συγκεντρωθεί κάτω από έναν βαρύγδουπο τίτλο, δίχως να έχουν προκύψει από επιστημονική έρευνα και δίχως να υποστηρίζονται από κάποια μαθηματική απόδειξη.
Και όμως αυτές οι φιλοσοφικές διαπιστώσεις έγιναν το "ευαγγέλιο" της οικονομικής επιστήμης για περισσότερο από έναν αιώνα, το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ολόκληρο το εποικοδόμημα των "κλασικών οικονομικών" - με αποτέλεσμα το εποικοδόμημα να γίνει εξίσου σαθρό με τις βάσεις του.





Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Ο Tζον Μέιναρντ Κέινς και η "συνολική ζήτηση"


Η οικονομική θεωρία του Κέινς στην εποχή της υπήρξε μια πραγματική επανάσταση. Η επικρατούσα θεωρία των "κλασσικών οικονομικών" εδραζόταν σε δύο στοιχεία: Το πρώτο ήταν ότι η αγορά μπορεί να προσφέρει πλήρη (ολική) απασχόληση, αρκεί να υπάρχει "ευελιξία" στις μισθολογικές απαιτήσεις. Αυτό αποδείχτηκε όχι απλώς λανθασμένο, αλλά απολύτως ουτοπικό. Επιτεύχθηκε σε ένα πολύ μικρό μέρος του 19ου αιώνα, όταν οι μισθοί ήταν... τραγικά χαμηλοί. Την εποχή αυτή η αμοιβή ενός εργάτη ορυχείου για 14ωρη εργασία επαρκούσε οριακά για δύο καρβέλια ψωμί και τα υλικά για τέσσερα πιάτα σούπα με λαχανικά! Το δεύτερο ήταν το "αόρατο χέρι", η τάση της αγοράς να ισορροπεί αυτόματα, δίχως έξωθεν παρεμβάσεις. Αυτό δε χρειάζεται καν να πούμε πόσο λανθασμένο αποδείχτηκε - ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι ο συντομότερος δρόμος για τη δημιουργία μονοπωλίων ή καρτέλ, άρα και την... εξαφάνιση του ελεύθερου ανταγωνισμού, εφόσον δεν υπάρχει παράγοντας εξισορρόπησης. Στον τομέα της εξισορρόπησης προσφοράς-ζήτησης, οι "φιλελεύθεροι" οικονομολόγοι πίστευαν στο "νόμο του Σέι", που υποστηρίζει ότι «η προσφορά δημιουργεί ζήτηση».
Ο Κέινς επεξεργάστηκε μια οικονομική θεωρία που έβαλε προσωρινά τέλος σε αυτήν την παράνοια. Η πρώτη του σπουδαία εργασία ήταν το "Treatise on Money", όπου διαπραγματευόταν τη σχέση μεταξύ διαθεσιμότητας χρήματος, ανεργίας και ολικής ζήτησης. Ήδη από τότε είχε καταλήξει στη ρηξικέλευθη, για την εποχή της, θεωρία ότι ούτε ο πληθωρισμός ούτε τα ελλείμματα είναι "κακά" απαραίτητα, αλλά μόνο σε σχέση με τη συνολική κατάσταση της οικονομίας. Δυστυχώς, ειδικά αυτό το δίδαγμα του Κέινς, το ’χουν ξεχάσει σήμερα αυτοί που καθορίζουν τις οικονομικές πολιτικές.
Το επόμενο έργο του, που τον έβαλε στο επίκεντρο των πραγμάτων, ήταν το "The Means to Prosperity", δια του οποίου έκανε συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ανεργία. Η συγκεκριμένη πραγματεία έφτασε και στο γραφείο του προέδρου των ΗΠΑ Ρούσβελτ, και άλλαξε ολόκληρη την αμερικανική οικονομική σκέψη.
Το "κλειδί" στις κεϊνσιανές οικονομικές πολιτικές περιεχόταν στο σπουδαίο έργο του Κέινς που δημοσιεύτηκε το 1936, το "Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος", ήταν η μετατόπιση του βάρους από την προσφορά στη ζήτηση. Ορθά ο Κέινς διείδε ότι το πρόβλημα δεν ήταν η προσφορά, αλλά η "ολική ζήτηση", όπως είναι η "τεχνική" ονομασία. Η ζήτηση είναι που καθορίζει τα οικονομικά δρώμενα, όχι η προσφορά. Ουδείς κατόρθωσε να θέσει σε αμφισβήτηση αυτήν την παραδοχή έκτοτε και δεν είναι περίεργο που όλο το οικοδόμημα των μακροοικονομικών στηρίχτηκε πάνω σε αυτήν τη "λεπτομέρεια". Ο μονεταρισμός απλώς... μετατόπισε το ζήτημα, ανάγοντας τα πάντα στο επίπεδο της προσφοράς και της ζήτησης χρήματος.




ΜΙΛΤΟΝ ΦΡΙΝΤΜΑΝ
Επιστροφή στις ρίζες δια της τεθλασμένης


Το περίεργο με τον Μίλτον Φρίτνμαν είναι ότι ξεκίνησε ως... πιστός Κεϊνσιανός, στα φοιτητικά του χρόνια στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, αλλά και στα πρώτα βήματά του ως καθηγητής.
Ωστόσο αργότερα ανακάλυψε... έναν άλλο δρόμο. Έναν περίπλοκο δρόμο. Ήδη από το 16ο αιώνα ("Σχολή της Σαλαμάνκα") είχαν διατυπωθεί κάποιες ενδιαφέρουσες θεωρίες περί της επίδρασης της διαθεσιμότητας χρήματος στην πραγματική οικονομία. Ο Φρίντμαν πήρε αυτές τις θεωρίες, τις κάλυψε μαθηματικά, τις ανακάτεψε με μια γερή δόση κλασικών ("φιλελεύθερων") οικονομικών και μια δόση "νεοκλασικών" οικονομικών ("αυστριακή σχολή") και το σύνολο έλαβε την παραπλανητική ονομασία "μονεταρισμός". Παραπλανητική διότι αφορούσε μόνο στο πυρήνα της θεωρίας, το τμήμα που είχε να κάνει με την υιοθέτηση της διαθεσιμότητας χρήματος ως καθοριστικού παράγοντα της οικονομικής δραστηριότητας.
Ωστόσο η ουσία του μονεταρισμού ήταν τα υπόλοιπα: Ο περιορισμός της κρατικής παρέμβασης, η εξαφάνιση των κρατικών δαπανών, οπότε και η εξαφάνιση της δωρεάν παιδείας, δωρεάν υγείας, των κοινωνικών παροχών και των υπόλοιπων εργαλείων αναδιανομής του πλούτου που είχαν επιβληθεί με τη βοήθεια του κεϊνσιανισμού.
Η θεωρία του Φρίντμαν είχε ορισμένα σωστά σημεία. Λ.χ. υποστήριξε - και έχει αποδειχτεί πέρα από κάθε αμφιβολία στη συνέχεια - ότι ο πληθωρισμός έχει να κάνει αποκλειστικά με τη διαθεσιμότητα ("τύπωμα") χρήματος και όχι με επιμέρους παράγοντες όπως λ.χ. τα επίπεδα τιμών ή μισθών, που στην πραγματικότητα είναι φαινόμενα και όχι αιτίες. Βεβαίως υπάρχουν περιπτώσεις όπως η σημερινή Ελλάδα, που η χαμηλή διαθεσιμότητα χρήματος συμβαδίζει με υψηλό πληθωρισμό, αλλά αυτό είναι το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού (ένα φαινόμενο που δεν εξηγήθηκε επαρκώς ούτε από κεϊνσιανούς ούτε από μονεταριστές οικονομολόγους).
Ο Φρίντμαν αποτέλεσε τον καλύτερο σύμμαχο των οικονομικά ισχυρών, οι οποίοι είχαν δει τα προηγούμενα 40 χρόνια το ρόλο τους ως αδιαφιλονίκητες κεφαλές της κοινωνίας να υποσκάπτεται από το "λαό" και τα δικαιώματα που είχε αποκτήσει συνεπεία της οικονομικής ανόδου των μέσων και κατώτερων τάξεων. Μια πολιτική που θα μετέφερε το βάρος από τη ζήτηση (που προϋπέθετε την ανάγκη αναδιανομής του εισοδήματος ώστε να μπορούν όλες οι τάξεις να καταναλώνουν και να κρατείται υψηλά η ζήτηση) στην προσφορά (δηλαδή την παραγωγή, κάτι που προϋπέθετε ότι η αναδιανομή θα έπαιρνε... αντίστροφη φορά, ώστε οι επιχειρήσεις να "παράγουν πλούτο") ήταν ακριβώς αυτό που έψαχναν ως αντίβαρο στον κεϊνσιανισμό, που την εποχή που εμφανίστηκαν και άρχισαν να υιοθετούνται από το κατεστημένο οι θεωρίες του Φρίντμαν ήταν "στα πάνω του" (η δεκαετία του ’60 ήταν μια δεκαετία εκρηκτικής οικονομικής ανάπτυξης στη Δύση).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου